ψωμία

ψωμία
ψωμίον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψωμί — το / ψωμίον, ΝΜΑ, και ψωμίν Μ ζύμη από αλεύρι, νερό και αλάτι, που ψήνεται στον φούρνο και αποτελεί την κυριότερη τροφή τού ανθρώπου, άρτος (α. «τρώει σκέτο ψωμί» β. «καὶ ἐμβάξας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτη», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ… …   Dictionary of Greek

  • BUCCELLA — Graece ψωμίον, memoratur l. 5. Cod. Theodos. de Annonis civicis, Civis Romanus, qui in viginti panibus sordidis 50. uncias comparabat, sriginta et sex uncias in buccellis sex mundis sine pretio consequatur: ubi buccellae dicuntur panes parvuli… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BUCCELLATUM et BUCCELLUM — idem cum buccella, de quo paulo ante, panis dictis est in modum circuli, seu, uti Vopiscus ait in Aureliano, c. 35. in formam coronae factus. Hic enim, cum ad bellum Orientale profectuss bilibres coronas populo, si victor rediret, promisisset;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANIS — I. PANIS διαιωνίξων dicebatur quem unusquisque totô aevô percipiebat, et posteris suis transmittebat. Talis ille, quem Aurelianus erogavit apud Vopisc. loc. cit. Item quem popularibus suis, Antiochensibus civibus, distribui instituisse, atque eam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • άζυμος — Ο χωρίς ζύμη, προζύμι ή ζύμωση. Στον πληθυντικό του ουδετέρου, άζυμα, νοούνται τα ψωμιά χωρίς προζύμι, όπως η λαγάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξαφνικά την Αίγυπτο, τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του… …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • μαζοπέπτης — μαζοπέπτης, ὁ (Α) αυτός που ψήνει κριθαρένια ψωμιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + πέπτης (< πέσσω «μαγειρεύω»)] …   Dictionary of Greek

  • μαζοποιός — ο (Α μαζοποιός) νεοελλ. στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιά αρχ. αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + ποιός* (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • μαζώ — μαζῶ, άω (Α) 1. ζυμώνω κριθαρένια ψωμιά ή πίτες από κριθαρένιο αλεύρι 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μαζῶντες τρυφῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα (πρβλ. κριθάω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”